Ο όρος διαβητικό πόδι είναι ένας γενικός όρος για τα προβλήματα των ποδιών σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη. Λόγω της αθηροσκλήρωσης, της διαβητικής νευροπάθειας, και μιας τάσης καθυστερημένης επούλωσης των τραυμάτων, η λοίμωξη ή η γάγγραινα στο πόδι των διαβητικών ασθενών είναι σχετικά συνηθισμένη. Το έλκος του διαβητικού ποδιού είναι μια από τις σημαντικότερες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη (εικόνα). Υπολογίζεται ότι το 10 με 15% των διαβητικών ασθενών κάποια στιγμή στη ζωή τους θα αναπτύξουν έλκος στο πόδι τους, το οποίο μάλιστα προηγείται στο 84% του συνόλου των ακρωτηριασμών στους διαβητικούς ασθενείς. Επίσης τα προβλήματα που σχετίζονται με τα έλκη στα πόδια ευθύνονται για το 50% των εισαγωγών σε νοσοκομεία των διαβητικών ασθενών.
Η αύξηση της θνησιμότητας των διαβητικών ασθενών, που παρατηρήθηκε κατά τα τελευταία 20 χρόνια, θεωρείται ότι οφείλεται στην ανάπτυξη των μακρο-και μικρο αγγειακών επιπλοκών, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας της διεργασίας επούλωσης των ελκών. Η επούλωση των ελκών αποτελεί ένα φυσικό φαινόμενο επανόρθωσης για το τμήμα του ιστού που καταστράφηκε, σε κάθε ανοικτή ή κλειστή βλάβη στο δέρμα. Έτσι λαμβάνει χώρα συνήθως ως έμφυτος μηχανισμός του σώματος και αντεπεξέρχεται με αξιοπιστία τις περισσότερες φορές. Βασικό χαρακτηριστικό της επούλωσης του τραύματος είναι η σταδιακή αποκατάσταση της χαμένης εξωκυττάριας ουσίας, που αποτελεί το μεγαλύτερο συστατικό των στοιβάδων του δέρματος. Ως εκ τούτου η ελεγχόμενη και ακριβής ανοικοδόμηση καθίσταται απαραίτητη για την αποφυγή της ύπο- ή της ύπερ-θεραπείας που μπορεί να οδηγήσουν σε διάφορες ανωμαλίες. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ορισμένες διαταραχές ή μία φυσιολογική προσβολή διαταράσσει τη διαδικασία επούλωσης των τραυμάτων, που διαφορετικά θα εξελισσόταν με ομαλό και μεθοδευμένο τρόπο. Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια τέτοιο μεταβολική διαταραχή που παρεμποδίζει τα φυσιολογικά βήματα της διαδικασίας επούλωσης τραυμάτων. Πολλές ιστοπαθολογικές μελέτες δείχνουν παρατεταμένη φλεγμονώδη φάση στα διαβητικά έλκη, που προκαλεί καθυστέρηση στο σχηματισμό του ώριμου κοκκιώδους ιστού και μια παράλληλη εκφύλιση των ελκών.